- μετανίστημι
- μετανίστημι (Α) [ανίστημι]1. μετακινώ κάποιον από τη χώρα του ή αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει τη χώρα του, να μετοικήσει2. μεταθέτω σε άλλο τόπο, παραμερίζω3. αποτρέπω4. παθ. μετανίσταμαια) μεταναστεύω, μετοικώ, εγκαθίσταμαι σε άλλο τόπο («ἐς τοῡτον δὴ τὸν χώρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι», Ηρόδ.)β) εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.